- φιλονικοῦσαν
- φιλονῑκοῦσαν , φιλονεικέωpres part act fem acc sg (attic epic doric)φιλονικέωto be fond of victorypres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Βυζούλας, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821, από την Ήπειρο. Όταν άρχισε η Επανάσταση, κατέβηκε στον Μοριά και πήρε μέρος στον Αγώνα με σώμα που το συντηρούσε ο ίδιος. Συμμετείχε στη μάχη των Τρίκορφων κατά την πολιορκία της Τρίπολης, στο πλευρό του Υψηλάντη. Όταν στην… … Dictionary of Greek
Κάρνεια ή Καρνεία — Αρχαία γιορτή της Σπάρτης. Η ονομασία της οφείλεται στην προσωνυμία του Καρνείου Απόλλωνα (η λέξη Κάρνειος προέρχεται από το κάρνος που σημαίνει κριός), ως προστάτη της γονιμότητας και της συγκομιδής των καρπών. Κέντρα λατρείας του ήταν η Οιχαλία … Dictionary of Greek
Κρίσος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε ιδρυτής της φωκικής πόλης Κρίσας (βλ. λ.), η οποία έλαβε από εκείνον την ονομασία της. Ήταν γιος του Φώκου και της Αστεροδείας και δίδυμος αδελφός του Πανοπέα, με τον οποίο φιλονικούσαν ήδη,… … Dictionary of Greek